πολυείδεια

πολυείδεια
πολυ-είδεια,
A v.l. for πολυειδία.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυείδεια — ἡ, Α βλ. πολυειδία …   Dictionary of Greek

  • πολυειδία — και πολυείδεια, ἡ, Α [πολυειδής] ποικιλία, πολυμορφία («διὰ πολυειδίαν ἑνὶ οὐκ ἔσχομεν ὀνόματι προσειπεῖν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • πολυχοΐα — ἡ, Α [πολύχους] ποικιλία ειδών, πολυείδεια* («τῶν μὲν ῥᾱόν τε λαβεῑν καὶ διαριθμῆσαι τα εἴδη, τῶν δὲ χαλεπώτερον διὰ τήν πολυχοΐαν», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”